σταφιδεμπόριο

σταφιδεμπόριο
το, Ν
εμπόριο ξηρής σταφίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφιδέμπορος. Η λ., στον λόγιο τ. σταφιδεμπόριον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελεμές — και λεμές, ο 1. σταφίδα πρώτης ποιότητας στο σταφιδεμπόριο τής Τουρκίας 2. (για άνθρ.) αγύρτης, αλήτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”